close
Κι έπειτα, την έχασα – Η αποβολή που δεν περίμενα…

Κι έπειτα, την έχασα – Η αποβολή που δεν περίμενα…

Γράφει η Lindley Pless για τη huffingtonpost.com

Έτσι ξεκίνησαν όλα…

Εγώ: «Αγάπη μου, πιστεύω πως θα πρέπει να κάνουμε ένα τρίτο παιδί».

Ο άντρας μου: «Γλυκιά μου, δεν αισθάνομαι το ίδιο».

Εγώ: «Μα αγάπη μου, είναι μια φωνούλα μέσα μου που λέει πως κάποιος λείπει ακόμη  από την ομάδα μας».

Ο άντρας μου: «Αυτό είναι αστείο γιατί η φωνή μέσα στο δικό μου κεφάλι λέει πως είμαστε μια χαρά».

Εγώ: «Εντάξει, θα το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή».

Ο άντρας μου: Σιωπή.

Και έπειτα, όπως κάθε καλή σύζυγος, συνέχισα να μιλάω και πάλι γι αυτό το  θέμα, με τον ίδιο ακριβώς διάλογο. Κάθε λίγες μέρες. Συνήθως τη νύχτα. Λίγο πριν πέσουμε για ύπνο. Και στο αυτοκίνητο. Αναζητούσα απαντήσεις. Αναρωτιόμουν «Πότε είναι κανείς βέβαιος πως η οικογένειά του είναι πράγματι ολοκληρωμένη;» Ξέρω πως λατρεύω τα μωρά. Κι όμως δεν μ΄αρέσει να ξαγρυπνώ τα βράδια μαζί τους μέχρι να μάθουν να κοιμούνται μόνα τους.

Ξέρω πως η καρδιά του γονιού που χτυπάει μέσα μου είναι γεμάτη αγάπη και ενέργεια για τις δύο κόρες που έχω. Και ίσως το μεγαλύτερο θέμα να είναι πως αισθάνομαι πράγματι πολύ ευλογημένη που έχω ήδη δύο υγιέστατες κόρες. Δεν μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι αν είμαι άπληστη. Μήπως ζητάω πολλά από το Θεό; Μήπως οι προσδοκίες μου, πως εκείνος θα μπορούσε, θα έπρεπε και θα μου χάριζε άλλο ένα παιδί, είναι παράλογες;
Απορώ και αναρωτιέμαι… Κι έπειτα κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι το μέλλον μας. Βλέπω εμένα, τον John, την Emma και τη Sophie να καθόμαστε στην τραπεζαρία πέντε χρόνια από τώρα. Τρώμε το βραδινό μας και μιλάμε για τις καλύτερες στιγμές της μέρας μας. Το τραπέζι και οι καρέκλες είναι λιτές. Το σπίτι και το δωμάτιο στο οποίο βρισκόμαστε δεν είναι ευδιάκριτα. Το φως είναι ζεστό. Κι εκεί, στο τραπέζι, υπάρχει και ένα τρίτο προσωπάκι. Με ένα τεράστιο χαμόγελο, στρουμπουλά μαγουλάκια και ευγενικά μάτια. Υπάρχει τόση χαρά. Και τότε ήταν που το κατάλαβα. Πως κάτι έλειπε. Και το βάλαμε μπρος. Η αγάπη του John για μένα αντιστάθμιζε τη λογική του. Με εμπιστευόταν και πείστηκε.

Και ο Θεός μας ευλόγησε. Μόλις λίγους μήνες προσπάθειας μετά, είχα μείνει έγκυος. Όπως θα περίμενε κανείς, άρχιζα να προγραμματίζω τα πάντα αμέσως. Λάτρευα το μικρό μας μυστικό. Για εννιά εβδομάδες, ονειρευόμουν το προσωπάκι της, το όνομά της και σκεφτόμουν την αγάπη με την οποία οι δύο κόρες μας θα έλουζαν το αδελφάκι τους. Στις έξι εβδομάδες, ακούστηκε μια μικρή καρδιά. Βιαστική, σαν αηδόνι, η καρδούλα φώναζε «Είμαι εδώ, είμαι εδώ, είμαι εδώ… Περίμενέ με. Είμαι εδώ.»

Και, ξάφνου, η φωνούλα σιώπησε. Έτσι απλά. Χωρίς καμία προειδοποίηση. Ήταν εννέα ευλογημένες (σχεδόν χωρίς φόβο) εβδομάδες . Και τότε συνέβη. Δεν ακούγαμε την καρδιά του. Ξαπλωμένη στο γραφείο του γιατρού άκουσα τα λόγια που ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα άκουγα. Σε μια στιγμή, το όνειρο διαλύεται. Ήταν μόλις 9 εβδομάδες, αλλά ορκίζομαι πως είχα ήδη ερωτευτεί το μωράκι αυτό.

Στις μέρες που ακολούθησαν αρρώστησα. Ένιωθα να μου κόβεται η ανάσα από τη δυσπιστία. Ξέσπαγα σε κλάματα χωρίς καμιά προειδοποίηση και αισθανόμουν μονίμως άτονη και ζαλισμένη. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχα αυτό το πολύτιμο πλάσμα μέσα μου κι αυτό δεν ήταν πια στη ζωή. Μου φαινόταν τόσο αφύσικο. Δεν είχα ιδέα πώς θα διαχειριζόταν το σώμα μου αυτήν την αποβολή. Ήθελα να κρυφτώ στο κρεβάτι μέχρι να περάσει, αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Έπρεπε να γιορτάσουμε την ημέρα των ευχαριστιών, η οικογένεια έπρεπε να έρθει κοντά και οι κόρες μας χρειάζονταν τη μαμά τους. Ακόμα και με ψέμματα. Οι μαμάδες είναι συναισθηματικά πλάσματα. Θέλουμε να εκφράσουμε τα όσα νιώθουμε. Αλλά δεν έχουμε χρόνο για να το κάνουμε. Οι μαμάδες πρέπει να συνεχίσουν. Ο χρόνος για να πενθήσουμε είναι λίγος και μοιράζεται σε μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Δεν υπάρχει στο πρόγραμμα. Συνεχίσαμε λοιπόν και εγώ προσπάθησα να διαχειριστώ την απώλεια αυτή στις λιγοστές ήρεμες στιγμές ανάμεσα στο χάος.

Ακολούθησαν δύσκολες μέρες. Δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα, ερωτήματα που βάραιναν την καρδιά μου. Μήπως δεν ήμουν αρκετά προσεκτική; Μήπως ο Θεός απάντησε στο ερώτημά μου βάζοντας ένα τέλος; Αναρωτιόμουν τι σήμαιναν όλα αυτά. Δεν μπορούσα να μην γεμίζω θλίψη για τις γυναίκες που γνώριζα και όσες δεν γνώριζα, οι οποίες είχαν περάσει αυτό που περνούσα ή ακόμη και κάτι χειρότερο. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, ήξερα πως υπήρχαν γυναίκες που υπέφεραν περισσότερο από εμένα. Γυναίκες που έχασαν τα μωρά τους στις 20 εβδομάδες, στις 30 εβδομάδες ή ακόμη χειρότερα, όταν γέννησαν και το μωρό τους ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να μην κλάψω γι’ αυτές. Κι αν θέλω να είμαι ειλικρινής, αισθανόμουν ένοχη μέσα στη στεναχώρια μου. Μήπως το να χάνεις ένα μωρό στις εννέα μόλις εβδομάδες δε σου δίνει το δικαίωμα να πενθήσεις; Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα. Πάντοτε μπορεί να είναι και χειρότερα. Συνειδητοποιώντας αυτό, πίεσα τον εαυτό μου να συμβιβαστεί με αυτό το πρώιμο τέλος. Και κάθε μέρα που περνούσε, αισθανόμουν καλύτερα – και κάποιες φορές χειρότερα – αλλά συνήθως καλύτερα. Αν έμαθα κάτι σ’ αυτή τη ζωή, είναι πως οι άνθρωποι είναι δυνατοί. Ο χρόνος επουλώνει τις πληγές και καθώς μεγάλωνα κατάφερα να συμβιβαστώ με την όλη διαδικασία. Την αφήνω να κυλήσει με το δικό της ρυθμό.

Τις εβδομάδες μετά από την απώλειά, δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ το γιατί και το πώς η κοινωνία έχει κάνει τόσες γυναίκες να προσπαθούν να διαχειριστούν μία τέτοια κατάσταση και να υποφέρουν μόνες τους. Μας παροτρύνουν να μη λέμε πως είμαστε έγκυες ως τις 12 βδομάδες, αλλά το 80% των αποβολών συμβαίνουν πριν από τις 12 εβδομάδες. Αντιμετωπίζουμε λοιπόν αυτή την εμπειρία που αλλάζει τρομερά τη ζωή μας μόνες μας. Συνεχίζουμε την «καθημερινότητά» μας με την καρδιά μας ραγισμένη έτσι ώστε κανείς να μην το πάρει είδηση. Ορισμένοι μπορεί να αναρωτηθούν γιατί γράφω κάτι τόσο προσωπικό. Έχω να τους πω το εξής: Μοιράζομαι την ιστορία μου επειδή βρίσκω τρομερά άνετα περιτριγυρισμένη από την αγάπη και τη στήριξη των ανθρώπων που έχω στο πλευρό μου. Και τη μοιράζομαι επειδή ξέρω με βεβαιότητα πως θα υπάρξουν και άλλες γυναίκες που θα ακολουθήσουν το μονοπάτι όλων αυτών των δυνατών και θαρραλέων γυναικών. Ο δρόμος θα είναι δύσβατος και θα υπάρχουν σημεία όπου μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές θα ακούγονται οι ιστορίες όσων υπέφεραν πιο πριν. Και όσων επιβίωσαν. Και όσων οι καρδιές ακόμη γεμίζουν με αγάπη και γέλιο. Όσες ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι θα βρουν το δικό τους δρόμο. Θα βρουν ξανά την αγάπη και το γέλιο επειδή είναι θαρραλέες, δυναμικές και δυνατές.

Ένα ξέρω: Ο Θεός μου δίνει μόνο όσα μπορώ να αντέξω. Η σημαντικότερη βοήθεια είναι να συνεχίσω να είμαι ευγνώμων. Μέσα από το γέλιο και την αγάπη των παιδιών μου ζω μία αγάπη τόσο βαθιά που πραγματικά κάνει την καρδιά μου να πονά. Με τις απώλειες μαθαίνω τον πόνο που μας κάνει όλους ίσους. Πλούσιοι και φτωχοί, νέοι και γέροι, κανείς μας δεν μπορεί να γλιτώσει από την απώλεια. Και όταν αυτή χτυπήσει την πόρτα μας, θα μπορούμε να πούμε «Τώρα ξέρω πώς είναι». Το δύσκολο είναι να αντιμετωπίσουμε τον πόνο και τη σύγχυση μέχρι να φτάσουμε στο σημείο όπου ο οξύς πόνος αμβλύνεται. Και μέσα από αυτό τον πόνο να βρούμε τη συμπόνια. Συμπόνια για όσους θα ακολουθήσουν στα δικά μας βήματα. Θα αποδεχτούμε τη δική μας απώλεια. Θα αισθανθούμε πολλή, πολλή στεναχώρια για εκείνους που υπέφεραν μεγαλύτερες απώλειες από τη δική μας.

Babyradio – Θωμαΐδου Ευθυμία Ζωή

error: Content is protected !!