Κλικ.
Εγώ γύρω στα 10, αγουροξυπνημένη στον Πειραιά. Η πνιγερή ατμόσφαιρα στο γκαράζ του πλοίου, οι σκληρές φωνές των αντρών για να παρκάρουν στο πλοίο, τα σκαλιά απότομα.
Ποτέ ανοιχτά παπούτσια στο πλοίο, η συμβουλή που ακόμη τηρώ.
Και μετά, η πόλη που απομακρύνεται από το μάτια μου, οι σταγόνες της θάλασσας στα χείλια και ο αέρας να μου μαστιγώνει το πρόσωπο με τα μαλλιά μου. Σε κάθε λιμάνι ο πατέρας μου με έβγαζε στο κατάστρωμα και μου έλεγε: Να η Σύρος, με τα λουκούμια της και την Ερμούπολη, να η Τήνος με τα όμορφα χωριά, να η Άνδρος καταπράσινη και μεγάλη αρχόντισσα…
Και εγώ τι είμαι; τον ρώτησα μια φορά.
Εσύ είσαι σπουδαία! Είσαι το χρυσό μου το παιδί.
Γεύση από μπισκότα με κανέλα, ο ήλιος να με τυφλώνει και η προσμονή που ολοένα μεγαλώνει ως τον προορισμό. Ατέλειωτες ώρες μου φαινόταν το ταξίδι και η χαρά μου ήταν να μετρώ τα δελφίνια που μας παίρναν στο κατόπι σαν βγαίναμε στα ανοιχτά.
Κι όταν επιτέλους φτάναμε, ότι ώρα και να ήτανε, το πρώτο που κάναμε ήταν η βουτιά στη θάλασσα. Και παίρνανε οι μέρες τον δρόμο τους, και τα μπάνια μαυρίζανε το δέρμα και ανοίγανε το χρώμα των μαλλιών, και τα παγωτά φτάνανε πολλές δεκάδες ως το τέλος του καλοκαιριού.Παγωμένο καρπούζι μετά τον απογευματινό ύπνο και βόλτες με αχνιστά καλαμπόκια στο χέρι τα βράδια.
Ώσπου πια είχα ξεπλύνει από πάνω μου τον χειμώνα. Ώσπου οι μέρες άρχιζαν να μικραίνουν και η ψύχρα στο νησί να μου υπενθυμίζει τον Σεπτέμβρη που έφτανε. Τότε μόνο γυρνούσαμε.
Κλικ.
Τα κρατώ αγουροξυπνημένα και ανεβαίνουμε τα απότομα σκαλιά. Το αμπάρι ακόμη πνιγερό, αυτή η ζέστη των μηχανών που κοχλάζει και τα ποδαράκια τους σε αθλητικά παπούτσια.
Παίρνω καραβίσιο καφέ για εμένα και μπισκότα για εκείνα. Δελφίνια έχω χρόνια να δω.
Τα βγάζω στο κατάστρωμα και μου γκρινιάζουν ότι ο αέρας τους μαστιγώνει το πρόσωπο. Παίρνουν τα tablet και συναγωνίζονται γελώντας δυνατά. Οι μέρες μετρημένες στα δάχτυλα, μα η προσμονή ίδια.
Μόλις φτάσουμε τρέχω στη θάλασσα.
Που πας μαμά;
Να ξεπλύνω τον χειμώνα.
Να κάνω την ετήσια αποτοξίνωση από τα social.
Να κλείσω mail και να αφήσω πίσω μου τα project.
Να κάνω το πιο μακρινό μακροβούτι που μπορώ. Να νιώσω ευγνώμων που μπορώ.
Να περπατήσω για μέρες ξυπόλυτη και άβαφτη. Να μιλήσω σε ψαράδες και γιαγιάδες που κάθονται στα πεζούλια.
Να δω το ηλιοβασίλεμα στην παραλία και να κολυμπήσω βράδυ. Να προσπαθήσω να μην σκέφτομαι.
Κλικ.
Κι εμείς μαμά;
Εσείς, μαζί μου. Μέχρι να πάρουν οι μέρες τον δρόμο τους. Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.
Το διαβάσαμε στο: http://www.themamagers.gr