Λάτρευα πάντα τους παππούδες μου και τις γιαγιάδες μου. Κυρίως από τη μεριά της μαμάς μου, γιατί μεγαλώσαμε με τον αδερφό μου όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι. Είναι πάρα πολλές οι ευτυχισμένες στιγμές που έζησα δίπλα τους και πάντα θα τους θυμάμαι με αγάπη. Μου μάθανε πολλά, ειδικά η γιαγιά μου.
Ήταν μία γυναίκα δυναμική. Μεγάλωσε μόνη της τα 9 υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας αφού έχασαν τη μητέρα τους όταν εκείνη ήταν μικρή. Όπως συμβαίνει συχνά με το πρώτο παιδί της οικογένειας, έπεσαν πάνω της όλα τα βάρη. Παρόλο που ο μπαμπάς της ήταν δάσκαλος, εκείνη είχε πάει μόνο μερικές τάξεις στο Δημοτικό. Μπορούσε να διαβάζει συλλαβιστά και να γράφει.
Είχε μακριά μαύρα μαλλιά, που με τον καιρό άρχισαν να γκριζάρουν, και σε κάποια σημεία να γίνονται τελείως λευκά. Λάτρευα τα μαλλιά της γιατί με άφηνε να την χτενίζω και να της κάνω κοτσίδες. Είχε ένα αλάνθαστο ένστικτο με τους ανθρώπους, ήταν ανεξάρτητη, δεν ήθελε να γίνεται βάρος και μαγείρευε καταπληκτικά. Ήταν αθυρόστομη! Αλλά η αθυροστομία της δεν γινόταν ποτέ ενοχλητική σε κανέναν, γιατί ήταν μια αυθεντική έκφραση των συναισθημάτων της. Καμιά φορά ήταν κι η γιαγιά του:
– Έλα μωρέ δεν θα πάθει τίποτα, άσε να δώσω λίγη σοκολατίτσα στο παιδί.
Το παιδί 8 μηνών βρέφος – όπως μου τα έλεγε η μαμά μου και η γιαγιά σε ανταγωνισμό με τους συμπέθερους:
– Πες στην άλλη γιαγιά ότι εσύ κρατάς από το δικό μας σόι, και να μη στα λέει αυτά…
Ήταν επίσης καταπληκτική στις μεταμφιέσεις και στα αστεία. Τις απόκριες ντυνόταν πάντα. Μία φορά, μάλιστα, φόρεσε ένα κοστούμι του παππού μου και πήγε σ’όλα τα διαμερίσματα στην πολυκατοικία για να κάνει όλους τους ενοίκους να γελάσουν. Από μικρή πεισματάρα και επαναστάτρια, ήταν το μόνο κορίτσι της οικογένειας που παντρεύτηκε από έρωτα και κάπνιζε.
Δε φοβήθηκε ποτέ να πει την άποψή της.
Κάποια στιγμή, παραδέχτηκε ότι έκανε μόνο ένα παιδί γιατί πόνεσε τόσο πολύ στη γέννα που δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει δεύτερο.
Ήταν άνθρωπος της προσφοράς, ήθελε πάντα να βοηθάει. Ήταν όμως και επιλεκτική. Δεν αγαπούσε όλους τους ανθρώπους το ίδιο, ούτε ήθελε απαραίτητα να είναι σε όλους αρεστή. Μεγαλώνοντας άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτό δημιουργούσε προστριβές με τη μητέρα μου που είναι ο πιο ευγενικός και καλοσυνάτος άνθρωπος που υπάρχει. Μπορεί να μη συμπαθεί κάποιον αλλά θα είναι ευγενική. Η γιαγιά μου αν δεν συμπαθούσε κάποιον, απλά δεν έκανε καμία προσπάθεια για να το κρύψει.
Δε θα ξεχάσω όμως πότε τι έγινε ένα πρωί που εγώ, φοιτήτρια πια, ξεκίνησα να πάω να πάρω το λεωφορείο για να πάω στη σχολή μου. Εκείνο το πρωί είχα αργήσει να ξυπνήσω, οι γονείς μου είχαν φύγει από νωρίς για τις δουλειές τους. Αγχωμένη, ξεκαθάρισα γρήγορα ποια βιβλία έπρεπε να πάρω μαζί μου και τα υπόλοιπα τα άφησα στο κρεβάτι. Πηγαίνοντας προς την εξώπορτα ακούω τη γιαγιά με την χαρακτηριστική θεσσαλική προφορά της:
– Λευτεράκι, τα πήρες όλα τα βιβλία σου;
– Ναι, γιαγιά, τα πήρα.
Βγήκα σχεδόν τρέχοντας και άρχισα να περπατάω στο δρόμο γρήγορα γιατί έπρεπε να προλάβω το λεωφορείο. Φτάνοντας στο πρώτο φανάρι της λεωφόρου που έπρεπε να διασχίσω (περίπου 10 λεπτά απόσταση από το σπίτι μου) και περιμένοντας στο πεζοδρόμιο για το πράσινο των πεζών, συνειδητοποιώ ότι από το απέναντι πεζοδρόμιο πολλοί άνθρωποι με κοίταζαν, γελάγανε και με δείχνανε με το δάχτυλο. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν κοιτάνε εμένα και αν είχα κάτι περίεργο πάνω μου. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι με φωνάζουν. Λευτεράαααακι, Λευτεράααααακι. Γυρίζω και τι να δω…
Τη γιαγιά μου, με το νυχτικό, αναμαλλιασμένη, ξυπόλητη (!) και λαχανιασμένη να με φωνάζει, κρατώντας κάποια βιβλία στο χέρι.
– Ξέχασες τα βιβλία σου…
Εκείνη τη στιγμή, ντράπηκα πάρα πολύ.
Εστίασα μόνο στο ότι κάποιοι άγνωστοι έβλεπαν τη γιαγιά μου σε αυτή την κατάσταση και γελάγανε.
Δυστυχώς, αντί να τη σφίξω στην αγκαλιά μου και να της πω:
– Γιαγιούλα μου σε ευχαριστώ πολύ που με σκέφτηκες και έτρεξες να με προλάβεις για να μου δώσεις τα βιβλία μου.
της είπα σε άγριο ύφος:
– Αμάν ρε γιαγιά, ρεζίλι με έκανες, ξυπόλητη βγήκες από το σπίτι; Όχι, δεν τα θέλω αυτά τα βιβλία… τα πήρα αυτά που θέλω.
Συνέχισα να περνάω το δρόμο χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω ξανά πίσω μου…
Στο μνήμα της υπήρχε κάποια στιγμή ακουμπισμένο ένα βιβλίο: στην πρώτη σελίδα έγραφε τη λέξη: Ευχαριστώ.
Έλφη Κουφογιώργου | The Mamagers