Τριακόσια εξήντα πέντε χιλιόμετρα μακριά μένει η μαμά. Τρεις και μισή ώρες με γρήγορο τρένο, τέσσερις ώρες μακριά με το αργό ΚΤΕΛ. Μένει τριάντα τρία χρόνια μακριά μου. Από τότε που με άφησε στο φοιτητικό διαμέρισμα, με τον χώρο τακτοποιημένο, με ένα λουλουδάτο πάπλωμα στο κρεβάτι, με το ψυγείο γεμάτο και μου είπε: « Τώρα μεγάλωσες, θα είσαι μόνη». Μια αγκαλιά μόνο και μετά έφυγε. Ούτε συγκινήσεις, ούτε περιττά μυξιάσματα.
Εκείνη έμενε στο πατρικό, σταθερά, και εμείς τα παιδιά πηγαινοερχόμασταν πάνω στον χάρτη, σαν πινέζες που τις βάζει και τις βγάζει το χέρι της τύχης. Πότε Θεσσαλονίκη, πότε σε χωριά, πότε σε νησιά, πότε στο εξωτερικό, πότε στην Αθήνα. Χαλαρές κλωστές μας έδεναν με το δικό της καρφί, το ακούνητο, που ήταν στυλωμένο στην πατρίδα. Περνούσαν και μήνες χωρίς να τη δούμε, δεν μας έλειπε, δεν της λείπαμε, άμα έχεις γεμίσει αγάπες όταν πρέπει δεν σου χρειάζονται επαναφορτίσεις. Σκόρπια τηλεφωνήματα μας έκανε, «μόνο για να δω αν είστε καλά», μας έστελνε δέματα με μαγειρευτά, με σοκολατάκια αμυγδάλου, με αποξηραμένα δαμάσκηνα, με φιστίκια Αιγίνης. Και πάντα ένα σημείωμα στόλιζε τα καλούδια, λιτό- γιατί ανέκαθεν βαριόταν τις πολυλογίες, και τις προφορικές και τις γραπτές: « Σας αγαπώ, η μαμά.»
Μετά ήρθαν νέα γεγονότα, αρραβώνες, γάμοι, γέννες, εγγόνια και το ακούνητο καρφί της έγινε έλασμα, μας έφτανε όπου κι αν ήμασταν. «Μαμά, έλα, έχω επιλόχειο, μαμά, έλα, καυγαδίσαμε, μαμά, έλα, το μωρό δεν κοιμάται ποτέ.» Ερχόταν για να μας μεταγγίσει. Βλέπαμε τα άσπρα της μαλλιά από το θυροτηλέφωνο και, πριν πατήσει το πόδι της στο σπίτι, όλοι οι πόνοι μαλάκωναν και οι έχθρες γινόταν συμμαχίες. Έμενε μέχρι να ισιάσουν τα πράγματα, μέχρι να επουλωθούν οι πληγές, μέχρι να κοιμηθούν τα μωρά, μέχρι να ξεκουραστούν οι ψυχές και τα κορμιά μας. Μετά πάλι έφευγε, αφήνοντας την κουζίνα γυαλισμένη, το ψυγείο ξέχειλο από φαγητό, τις οικογένειες μονταρισμένες. Πάντα έφευγε χωρίς συγκινήσεις, είναι το στιλ της: Μια αγκαλιά και έξω από την πόρτα.
Σε γιορτές, σε διακοπές πηγαίναμε εμείς στο πατρικό, κουνούσαμε τις πινέζες στο χάρτη για να τη φτάσουμε. Και όσο μεγαλώναμε, τόσο πιο συχνά πηγαίναμε να στηριχτούμε στο καρφί της, που φαινόταν πάντα τόσο σίγουρα καρφωμένο στον τοίχο, αήττητο, και έτοιμο να σηκώσει κάθε βάρος. Φέρναμε και τα παιδιά και τους άντρες και τα μπαγκάζια μας και τις έγνοιες μας για τα ξεφορτώσουμε όλα πάνω της. Τριβόμασταν σαν γάτες γύρω της, να αρπάξουμε τη ζεστασιά της.
Τη βρίσκαμε όλο και πιο εύθραυστη, όλο και πιο μεγάλη, όλο και πιο γιαγιά αντί μαμά, και ο πανικός μας τύλιγε: « Τι θα γινόταν αν……;» Φεύγαμε, μια αγκαλιά και έξω από την πόρτα, δεν μας έλειπε, δεν της λείπαμε στα ενδιάμεσα, οι καλοί αιμοδότες δεν αφήνουν ελλείμματα.
Πριν λίγο καιρό της τηλεφώνησα: «Μαμά, αρρώστησα» και, πριν κλείσω το ακουστικό, είδα τα μαλλιά της στην οθόνη του θυροτηλέφωνου, άσπρα, αχτένιστα, ορθωμένα από την αγωνία. Μπήκε και το σπίτι γέμισε φως και νιάτα, είχε περίεργα νεανική όψη, πάντα γεννούσε αντοχές όταν η ανάγκη το απαιτούσε. Έπιασε το χέρι μου για δύο μήνες, χωρίς συγκινήσεις και κλάματα, δεν είναι του στιλ της αυτά. Έστησε το σκηνικό της. Τρυφερό, γλυκό, χουχουλιάρικο και ταυτόχρονα συμπαγές, ένα κουκούλι απαλό με τσόφλι σκληρό απέξω- δεν ξέρω πως τα καταφέρνει…
Κρεμαστήκαμε πέντε άτομα από πάνω της, περιμέναμε την ενορχήστρωση, περιμέναμε τον λοχία να βάλει τάξη στον πληγωμένο λόχο. Τη βλέπαμε να κινείται, αργά και ταυτόχρονα γρήγορα, να προλαβαίνει τα πάντα χωρίς ποτέ να βιάζεται, να τρέχει χωρίς καν να κουνιούνται τα πόδια της. Τα εγγόνια ξελογιάστηκαν ξανά, εγώ κρατούσα την ουρά της και την ακολουθούσα, σαν ζαλισμένο παπί που πατάει μόνο στα βήματα της μάνας του. Ούτε συγκινήσεις, ούτε μυξιασμένα κλάματα. Η τηλεόραση στο φουλ, η κουζίνα στο φουλ, φαγητά που μοσχομύριζαν και υπόσχονταν πως όλα θα πάνε καλά, γλυκά που ξέπλεναν την πίκρα μου, πλύσιμο και σιδέρωμα που σήκωναν μοσχομύριστους ατμούς, τραγούδια και νανουρίσματα στα παιδιά, πριν κοιμηθούν, κι ας μην είναι πια μωρά:
«Θάλασσα πλατιά, σε αγαπώ γιατί μου μοιάζεις….».
Φορούσε δύο μήνες την ίδια πλεκτή ζακέτα, πάνω από τα κοντομάνικά της, και πότε την έσφιγγε πάνω της κοκέτικα και θηλυκά ( « Ψυχρούλα κάνει…») και πότε την έριχνε σαν κάπα στους ώμους, φτυστή ο Αστραπόγιαννος. Την κοιτούσα. Καθόταν ήρεμη και στιβαρή, έπινε με μικρές γουλιές τον τούρκικο, δεν την ένοιαζε η ώρα που περνούσε στα ρολόγια, πάντα έδειχνε εμπιστοσύνη στη ζωή, πάντα περίμενε, σαν τη Σκάρλετ, την επόμενη λαμπρή μέρα.
Με έκανε καλά και έφυγε, αυτή τη φορά ο αποχωρισμός ήταν πιο δύσκολος, γερνάμε και οι δυο και αλλάζουμε το στιλ μας. Υπήρξαν κλάματα και ατέλειωτες αγκαλιές, πολλές, βαριές συγκινήσεις.
Αλλά και πάλι είπε: « Τώρα θα είσαι μόνη σου, πρόσεχε, λοιπόν, τον εαυτό σου».
Την κατάπιε το ταξί, εξαφανίστηκε, έμεινε πίσω η ζακέτα της άδεια.
Πηγή: Γιώτα Στεφάνου “Η Ζακέτα”