Έχουμε μεγαλώσει όλοι μας με την αξιωματική αρχή πως οι γονείς (ειδικά οι μητέρες), μας αγαπούν ανοικτά κι απεριόριστα. «Ως τον ουρανό» με μία αγάπη που «τείνει στο άπειρο». Και φυσικά, αφού μας αγαπούν απεριόριστα, νιώθουμε πως θα μας συγχωρήσουν και κάθε παραστράτημα. Είτε μικρό είτε μεγάλο.
Θυμάμαι, ακόμη, εκείνο τον μύθο που επαναλάμβανε η μητέρα μου, κάθε φορά, που’θελε να δείξει το μέγεθος της μητρικής αγάπης. Ένας νέος ερωτεύεται μία γυναίκα, η οποία του ζητά την καρδιά της μητέρας του, σαν απόδειξη του έρωτά του. Μέσα στην παραφορά του, ο νεαρός άντρας σκοτώνει τη μητέρα του, ξεριζώνει την καρδιά της και, τρέχοντας, πάει να συναντήσει την αγαπημένη του. Στον δρόμο σκοντάφτει κι η μητρική καρδιά ρωτάει με αγωνία: – Χτύπησες, παιδί μου;
Τέτοιοι μύθοι αντανακλούν την γενική πεποίθηση πως η αγάπη της μητέρας και κατά συνέπεια, η απόλυτη αποδοχή των πράξεων του παιδιού, είναι σαν μαθηματική εξίσωση. Ένα κι ένα κάνουν δύο. Ποτέ τρία.
Είναι, όμως, τα πράγματα τόσο ειδυλλιακά στην πράξη;
Μήπως στην πραγματική ζωή η εξίσωση έχει διαφορετικό αποτέλεσμα μερικές φορές; Αγαπούν οι γονείς απεριόριστα κι «άνευ όρων» πάντοτε;
Συγχωρούν τα πάντα;
Στον μύθο με τη μητρική καρδιά θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε το παραμύθι “Κοντορεβυθούλης». Εκεί, οι γονείς αφήνουν τα παιδιά τους στο δάσος, επειδή αντιμετωπίζουν μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Έχουν το άλλοθι της «πείνας».
Είναι, όμως, αυτή ατράνταχτο άλλοθι; Στην σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης, όλο και περισσότερα παιδιά εγκαταλείπονται απ’τη βρεφική ηλικία στα μαιευτήρια, λόγω αδυναμίας των γονέων να τα μεγαλώσουν. Σε αντίθεση, πάρα πολλοί γονείς έχουν τρομερά οικονομικά προβλήματα, αλλά δεν αφήνουν τα παιδιά τους σε ιδρύματα.
Άρα, ενίοτε, η αγάπη και το αίσθημα αυτοθυσίας των γονέων γονατίζουν (και τελικώς αμβλύνονται) κάτω από το βάρος ανώτερων δυνάμεων. Άρα η «άνευ όρων», μέχρι θανάτου, αγάπη των γονέων, δεν είναι αξιωματική, αφού επηρεάζεται από διάφορους κοινωνικούς π.χ. παράγοντες. Κι εφόσον, δεν είναι a priori δεδομένη η αγάπη, δεν είναι a priori δεδομένη κι η συγχώρεση.
Όλοι μας έχουμε ακούσει διάφορες ιστορίες. Ιστορίες για παιδιά που με τις διάφορες επιλογές ή συμπεριφορές τους δυσαρέστησαν ή πλήγωσαν τους γονείς ξεσηκώνοντας την οργή τους. Αποτέλεσμα; Γονείς που αρνούνται να δουν τα παιδιά τους. Γονείς που εγκαταλείπουν στη μοίρα τους τα παιδιά τους. Ή γονείς που τα αποκληρώνουν για να υπογραμμίσουν το θυμό τους. Η « τιμωρία» δεν είναι πάντα αντίστοιχη του «αδικήματος».
Πολλά ξεκινάνε από τη εσωτερική δομή της κάθε οικογένειας και από την ψυχοπαθολογία που ενδεχομένως, κρύβει. Οι γονείς, συχνά, «φορτώνουν» με τις δικές τους «προσδοκίες» τα παιδιά. Κι όταν αυτά δεν ακολουθούν τον προβλεπόμενο «δρόμο», εκείνοι διαψεύδονται και θυμώνουν. Είναι εύκολο να συγχωρείς πταίσματα, όπως ένα σπασμένο βάζο στην παιδική ηλικία, μία κοπάνα από το σχολείο στην εφηβική.
Πόσο εύκολο είναι, όμως, για έναν γονιό να αποδεχτεί πχ. πως η μονάκριβη, μεγαλωμένη σαν πριγκίπισσα, κόρη θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί έναν άνεργο;
Ή πως ο γιος του θα γίνει εργάτης παρατώντας τις σπουδές του;
Ή πως είναι ομοφυλόφιλος;
Ή πως η κόρη θα πάρει διαζύγιο παρά την αντίθετη γνώμη των γονιών;
Ή πως εκδίδεται επί χρήμασι;
Υπάρχουν γονείς που συνέχισαν να υποστηρίζουν συναισθηματικά, ψυχικά και πρακτικά τα παιδιά τους παρά τις λανθασμένες – κατά τους ίδιους – επιλογές τους και παρά τα λάθη τους. Χωρίς να κρίνουν. Χωρίς να θυμώνουν. Χωρίς να λένε (λεκτικά ή εξωλεκτικά):
– Θα σε αγαπώ, αλλά μόνο αν είσαι “καλό” παιδί. Μόνο αν ακολουθήσεις το δρόμο που θέλω. Μόνο αν δεν κάνεις λάθη…
Υπάρχουν και γονείς, όμως, που προσφέρουν «αγάπη» μόνο ως επιβράβευση της «καλής διαγωγής». Ή που προσφέρουν αγάπη μόνο «υπό κανονικές συνθήκες». Έτσι, απρόβλεπτες συμπεριφορές των παιδιών τους, μη αποδεκτές από αυτούς, ξεσηκώνουν οργή, θυμό, πίκρα και, συχνά, εκδικητικές πράξεις. Κι όπως πάντα, η «κακή» δράση προκαλεί «κακή» αντίδραση. Το βλέπουμε γύρω μας, το ακούμε συχνά:
– Έχει κόψει κάθε επαφή με τους γονείς του.
– Δεν πήγε ούτε στην κηδεία του πατέρα του.
– Δεν πηγαίνει να επισκεφτεί την άρρωστη μητέρα του, το παλιόπαιδο…
Πίσω από αυτές τις καταστάσεις κρύβονται πληγές. Εκατέρωθεν. Οι ανθρώπινες σχέσεις, συχνά, ξεφεύγουν από τους επιθυμητούς «κανόνες» γιατί η αγάπη δεν μπορεί να ακολουθήσει μπούσουλα. Δεν υπάρχουν οδηγίες χρήσης στη σχέση γονιού – παιδιού. Οι δυναμικές στη σχέση αλλάζουν κάθε λεπτό, και καθώς οι προσδοκίες, συχνά, ματαιώνονται, καθώς η απογοήτευση κατακλύζει και τις δύο πλευρές, βγαίνουν στην επιφάνεια κακοφορμισμένα τα συναισθήματα, άτσαλα και βίαια, καμία φορά.
Η εξέλιξη της σχέσης εξαρτάται, τελικά, από την ωριμότητα με την οποία προσεγγίζονται τα συναισθήματα.
Οι γονείς είναι εκείνοι που θα πρέπει να λειάνουν τις αιχμές. Να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους καθώς τα παιδιά τους μεγαλώνουν, προσπαθώντας να φέρουν σε ισορροπία τα δικά τους «θέλω» με τα «θέλω» του παιδιού τους.
Όταν τα παιδιά νιώθουν συναισθηματική ασφάλεια κι αποδοχή, δύσκολα «ξεστρατίζουν».
Ακόμη κι αν οι επιλογές τους δεν συμπίπτουν μ’αυτές που θα επιθυμούσαν οι γονείς. Η κάθε περίπτωση είναι μοναδική, βέβαια, αλλά αυτό που ισχύει πάντα είναι το εξής:
Όσες λάθος διαδρομές και να κάνει η πραγματική αγάπη, στο τέλος βρίσκει το δρόμο της.
Πηγή: The Mamagers