Νέα έρευνα εντοπίζει γενετική σχέση μεταξύ της αγχώδους διαταραχής και της κατάθλιψης που ξεκινούν από την παιδική ηλικία και συνεχίζονται στην ενήλικη ζωή.
Η ψυχική υγεία βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της επιστημονικής έρευνας, ιδίως μετά τα τρία χρόνια πανδημίας. Διαρκώς νέα στοιχεία έρχονται στο φως της δημοσιότητας, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα (και στη συνέχεια να διαχειριστούμε καλύτερα) προβλήματα που για δεκαετίες είχαμε επιλέξει να αγνοούμε. Έτσι, για πρώτη φορά, ερευνητές πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη στο είδος της (γενετική) μελέτη που δείχνει ότι γενετικοί παράγοντες ευθύνονται εν μέρει για το παιδικό άγχος και την παιδική κατάθλιψη που επιμένουν και στην ενήλικη ζωή.
Για τον σκοπό της συγκεκριμένης μελέτης, που δημοσιεύτηκε στο Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ ανέλυσαν τα γενετικά χαρακτηριστικά περισσοτέρων από 60 χιλιάδες παιδιών, ηλικίας μεταξύ 3 και 18 ετών.
Γενετική ομοιότητα και κατάθλιψη
Τα παιδιά με παρόμοια επίπεδα άγχους και κατάθλιψης είχαν και γενετική ομοιότητα, αναφέρουν οι ειδικοί. Επιπλέον, σύμφωνα με την καθηγήτρια Christel Middeldorp, «η έρευνα αποκάλυψε μια γενετική επικάλυψη των διαταραχών ψυχικής υγείας της παιδικής ηλικίας και των ενηλίκων κατά τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της μελέτης αυτής με προηγούμενες μελέτες ενηλίκων».
Ειδικότερα, το 40% του κινδύνου ενός ατόμου να υποφέρει από αγχώδη διαταραχή και κατάθλιψη αποδίδεται σε γενετικούς παράγοντες, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αφορά περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Γιατί είναι σημαντικά τα αποτελέσματα
«Τα ευρήματα είναι σημαντικά, γιατί βοηθούν να εντοπίσουμε τα άτομα εκείνα που έχουν περισσότερες πιθανότητες να συνεχίζουν να έχουν συμπτώματα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Έτσι, θα μπορούμε να παρέχουμε εντατική θεραπεία όπου χρειάζεται», συνεχίζει. Επιπλέον, «συμπτώματα που αφορούν την ψυχική υγεία συχνά πάνε πακέτο. Εκείνοι, δηλαδή, που βιώνουν άγχος ή κατάθλιψη έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο διαταραχών, όπως η ΔΕΠΥ και η επιθετική συμπεριφορά».
Συνεπώς, οι γενετικές παραλλαγές έπρεπε να μελετηθούν, καθώς αυξάνουν τον κίνδυνο υποτροπής και ταυτόχρονης εμφάνισης με άλλες διαταραχές.
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν άγχος και θλίψη κάποιες στιγμές στη ζωή τους, οι περισσότεροι καταφέρνουν να προσαρμοστούν στις συνθήκες της ζωής. Από την άλλη, τα άτομα με αγχώδη διαταραχή «μηρυκάζουν» την κατάσταση και αυτό τα εμποδίζει να προχωρήσουν. Παρατηρούνται διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιδρούν απέναντι στους στρεσογόνους παράγοντες και μέρος αυτών των διαφορών οφείλονται στο γενετικό μας υπόβαθρο.
Πηγή:ow.gr