Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Κ. Ράπτης – μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος
Στις σύγχρονες κοινωνίες αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόμενο η μετάθεση της έναρξης των προσπαθειών τεκνοποίησης σε ολοένα και μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Αντίστοιχα αυξάνεται και η μέση ηλικία κατά την οποία οι γυναίκες χτυπούν για πρώτη φορά την πόρτα ενός κέντρου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Στις μέρες μας το ποσοστό των ασθενών, οι οποίες καταφεύγουν στη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης μετά την ηλικία των 40 ετών είναι σημαντικό. Η βασική ιδιαιτερότητα της κατηγορίας αυτής των γυναικών έγκειται κυρίως στη συχνά πλασματική εικόνα, την οποία έχουν σχηματίσει σχετικά με τις ενδείξεις, την αποτελεσματικότητα αλλά και τα όρια της μεθόδου. Μια εικόνα, η οποία δυστυχώς αρκετές φορές αποτελεί απόρροια ελλιπούς ή ακόμη και παραπλανητικής ενημέρωσης από την πλευρά των ίδιων των επαγγελματιών υγείας.
Με το άρθρο αυτό ρίχνουμε φως στη φυσική γονιμότητα κατά την 5η δεκαετία ζωής μιας γυναίκας και παραθέτουμε τα τεκμηριωμένα ιατρικά δεδομένα, σχετικά με την αποτελεσματικότητα της εξωσωματικής γονιμοποίησης σε αυτές τις ηλικίες, αλλά και τους τρόπους, με τους οποίους μπορούμε να τη βελτιώσουμε.
Το πρόβλημα της ηλικίας στην φυσιολογική σύλληψη
Απλουστευμένα μπορούμε να πούμε πως η γυναίκα γεννιέται με το σύνολο των ωαρίων της, τα οποία ωριμάζουν μαζί με αυτήν. Το πέρασμα του χρόνου και η συνεπακόλουθη αύξηση της ηλικίας των ωαρίων επηρεάζει σημαντικά την ποιότητά τους, με αποτέλεσμα να μειώνεται σταδιακά τόσο η δυνατότητά τους να γονιμοποιούνται όσο και η ικανότητά τους να συντηρούν την εγκυμοσύνη.
Ενδεικτικά μία υγιής γυναίκα 35 ετών, η οποία έχει επαφή στις γόνιμες μέρες, έχει πιθανότητα γονιμοποίησης εώς 30% τη φορά. Στην ηλικία των 40 ετών η ίδια πιθανότητα είναι το πολύ 5%.
Το πρόβλημα της ηλικίας στην εξωσωματική γονιμοποίηση
Στην εξωσωματική γονιμοποίηση επιδιώκουμε με τη χρήση σκευασμάτων την ταυτόχρονη διέγερση ενός μεγάλου αριθμού ωαρίων, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία εμβρύων. Εδώ συνεπώς σπουδαίο ρόλο παίζει όχι μόνο η ποιότητα αλλά και ο αριθμός των ωαρίων μιας γυναίκας.
Έτσι με την πάροδο του χρόνου τα διαρκώς μειούμενα αποθέματα των ωοθηκών σε συνδυασμό με την ποιοτική υποβάθμιση των ωαρίων μειώνουν την πιθανότητα να προκύψει ικανός αριθμός υγιών ωαρίων και κατ΄επέκταση εμβρύων.
Ενδεικτικά η πιθανότητα μίας γυναίκας ηλικίας 38 ετών να καταφέρει με την πρώτη προσπάθεια εξωσωματικής να συλλάβει κυμαίνεται στο 30%. Την ίδια στιγμή η ίδια πιθανότητα για μία γυναίκα 42 ετών κυμαίνεται στο 15%.
Η σωστή εξωσωματική γονιμοποίηση μετά τα 40
Στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το ιστορικό και τα ευρήματα (κυρίως οι τιμές FSH και AMH) της ασθενούς καθιστούν την εξωσωματική μία ρεαλιστική επιλογή, η εξατομίκευση της θεραπείας και η εφαρμογή των πλέον σύγχρονων ιατρικών μεθόδων μεγιστοποιούν την πιθανότητα τεκνοποίησης.
Στο πλαίσιο αυτό:
- Η επιλογή του κατάλληλου πρωτοκόλλου διέγερσης
- Η διαρκής ιατρική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της διέγερσης
- Η τεχνικά άρτια ωοληψία
- Η επεξεργασία του γενετικού υλικού και των εμβρύων που προκύπτουν από έμπειρους εμβρυολόγους
- Η κατάλληλη προετοιμασία του ενδομητρίου
- Η επιδέξια εμβρυομεταφορά
- Η επαρκής φαρμακευτική υποστήριξη αρχικά της εμφύτευσης και στη συνέχεια της ανάπτυξης του εμβρύου
αυξάνουν την πιθανότητα επιτυχίας εξασφαλίζοντας τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Το φαινόμενο της μάταιης εξωσωματικής
Η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης στοχεύει στη διέγερση ποιοτικών και επαρκών αποθεμάτων ωαρίων, ενώ χάνει το νόημά της όταν αυτά δεν υπάρχουν.
Έτσι, αυτό που τα περισσότερα ζευγάρια δυσκολεύονται να κατανοήσουν είναι πως:
Μετά την ηλικία των 44-45 ετών η πιθανότητα τεκνοποίησης ΔΕΝ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ και είναι ίδια με αυτήν της φυσιολογικής επαφής (λιγότερο από 1% ανά κύκλο).
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και από την ηλικία των 40 ετών όταν οι τιμές FSH και AMH υποδηλώνουν εξάντληση των ωοθηκών.
Αυτό συμβαίνει διότι η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης:
- Δεν μπορεί να βελτιώσει μία ήδη υποβαθμισμένη ποιότητα ωαρίων.
και
- Δεν μπορεί να αυξήσει ήδη μειωμένα αποθέματα ωοθηκών.
Επίσης θα πρέπει να θυμόμαστε πως στόχος για την ασθενή δεν είναι απλά η γονιμοποίησή της αλλά η τεκνοποίηση. Συνεπώς οφείλει να υπολογίζεται και να αναφέρεται η πιθανότητα γέννησης παιδιού και όχι όπως συμβαίνει συχνά (και μερικές φορές παραπλανητικά) απλά η πιθανότητα γονιμοποίησης.
Η ρεαλιστική εναλλακτική
Στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες η διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης με ωάρια της ασθενούς έχει κακή πρόγνωση ή έχει ήδη αποτύχει, η πραγματοποίηση εξωσωματικής γονιμοποίησης με χρήση ωαρίων δότριας αποτελεί στη χώρα μας μία τελευταία αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά αποτελεσματική επιλογή.
Τα μεγάλα ποσοστά επιτυχίας (τουλάχιστον 60% ανά προσπάθεια) σε συνδυασμό με το υποστηρικτικό ελληνικό νομικό πλαίσιο (δυνατότητα γονιμοποίησης μέχρι την ηλικία των 50 ετών) διατηρούν ακέραια την ελπίδα τεκνοποίησης για μία μεγάλη μερίδα των υπογόνιμων γυναικών μετά την ηλικία 40 ετών.
Ο στόχος
Η υπογόνιμη γυναίκα μετά την ηλικία των 40 ετών οφείλει να ενημερώνεται εξατομικευμένα και ιατρικά τεκμηριωμένα (Evidence Based Medicine) σχετικά με την πρόγνωση της μεθόδου της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Σε περίπτωση καλής πρόγνωσης, σύγχρονες ιατρικές πρακτικές και η ιατρική κατάρτιση των επαγγελματιών υγείας που εμπλέκονται (γυναικολόγοι, εμβρυολόγοι, γενετιστές, βιολόγοι κτλ.) είναι αυτά που εξασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα της μεθόδου. Σε περίπτωση κακής πρόγνωσης, η υπεύθυνη και ειλικρινής ενημέρωση αποτελεί ιατρικό χρέος και αποτρέπει την χωρίς αντίκρισμα επιβάρυνση της υγείας αλλά και της τσέπης της ασθενούς.
Η ειλικρινής και πολυδιάστατη υποβοηθούμενη αναπαραγωγή αποτελεί τον αποτελεσματικότερο, ασφαλέστερο και οικονομικότερο τρόπο εκπλήρωσης της επιθυμίας τεκνοποίησης της γυναίκας.
Δρ. Ιωάννης Κ. Ράπτης – μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος
Ο Ιωάννης Κ. Ράπτης διαθέτει κλινική εμπειρία από τη θέση του Επιμελητή Ά του γερμανικού περιγεννητικού κέντρου πρώτου (μέγιστου) βαθμού Allegemeines Krankenhaus Hagen. Εκεί έλαβε πλήρη εκπαίδευση στον τομέα Ειδική Μαιευτική και Περιγεννητική Ιατρική (Spezielle Geburtshilfe und Perinatal Medizin) και εξειδικεύτηκε στις κυήσεις υψηλού κινδύνου και τους επιπλεγμένους τοκετούς, φέρνοντας στον κόσμο περισσότερα από 900 νεογνά, ενώ έλαβε τον τίτλο DEGUM I από την Γερμανική Εταιρεία Ιατρικού Υπερήχου (DEGUM).