Το παιδί ‘συνομιλεί’ με τα άτομα του περιβάλλοντός του πολύ πριν φτάσει να αρθρώσει το λόγο! Ήδη πριν τη συμπλήρωση του 1ου έτους της ζωής, επικοινωνεί με τους οικείους του, με ‘ομιλία’ βουβή, χωρίς λόγια. Πρόκειται για μη-λεκτική επικοινωνία, σημαντικά ωστόσο αποτελεσματική σε αυτό το πρώιμο στάδιο, η οποία συμπεριλαμβάνει το κλάμα, τις άναρθρες κραυγές, τα γελάκια και τις ακολουθίες συλλαβών χωρίς σημασιολογική υπόσταση (το γνωστό βάβισμα: μπα-μπα-μπα-μπα-μπα’). Κάποιες φορές μάλιστα δεν υπάρχει καν ήχος στην επικοινωνία, η οποία επιτυγχάνεται με ανταλλαγές βλεμμάτων, εκφράσεων του προσώπου και χειρονομίες, που μεταφέρουν μηνύματα από τον πομπό στον δέκτη, και ως εκ τούτου προκαλούν αντιδράσεις, καθιστώντας τα λόγια, όντως, περιττά.
Στον 9ο περίπου μήνα, εμφανίζεται η δείξη, η πρώτη εμπρόθετη προσπάθεια επικοινωνίας. Το βρέφος δείχνει κάποιο αντικείμενο ή παιχνίδι και κοιτά την μητέρα (συνήθως) στα μάτια. Το μήνυμα είναι σαφές: το παιδί ζητά από τη μητέρα να του το δώσει το αντικείμενο. Το βρέφος δείχνει το φως ή την πόρτα που μόλις άνοιξε και πάλι κοιτά τη μητέρα στα μάτια. Δηλώνει έτσι στη μητέρα του ό,τι πρόσεξε, ζητώντας της να στρέψει και τη δική της προσοχή εκεί. Ξεκινώντας να δείχνει στον 9ο μήνα της ζωής του το βρέφος, έχει ήδη αναγνωρίσει την λειτουργική αξία της επικοινωνίας! Έχει μάθει δηλαδή, από την έως τότε κοινωνική του εμπειρία, ότι μέσω ενός κώδικα επικοινωνιακών συμβόλων (μη-λεκτικών ακόμη) έχει τη δύναμη να ελέγχει τη συμπεριφορά των γύρω προσώπων και να προκαλεί συγκεκριμένες αντιδράσεις σε αυτούς. Έχει νιώσει την αξία της επικοινωνίας και επικοινωνεί πλέον με πρόθεση! Το βρέφος που δεν δείχνει στην ηλικία αυτή μας προβληματίζει και οφείλει να μας ανησυχήσει.
Μετά τη δείξη, εάν όλα βαίνουν καλώς, συντελείται το επόμενο άλμα στο λόγο: η ανάδυση των πρώτων λέξεων! Η δείξη εξυπηρετεί μεν κάποιες λειτουργικές επικοινωνιακές ανάγκες του παιδιού αλλά, σύντομα το παιδί αντιλαμβάνεται ότι δεν επαρκεί για όλες. Διαπιστώνει ότι υπάρχει καλύτερος τρόπος, πιο αποτελεσματικός, να επικοινωνήσεις με τους άλλους. Και έτσι το παιδί ανακαλύπτει την ομιλία.
Όταν η επικοινωνία έχει καλλιεργηθεί και ενισχυθεί σε κάποιο παιδί με μη-λεκτικά σύμβολα πολύ πριν έρθει ο λόγος, όταν το παιδί μάθει να αγαπά και να επιζητά συνεχώς την επικοινωνία, το να μιλήσει είναι απλά θέμα χρόνου. Τα παιδιά μιλούν γιατί υπάρχει το κίνητρο να το κάνουν. Εάν δεν υπάρχει το ‘κίνητρο της επικοινωνίας’ δεν υπάρχει και λόγος για ομιλία.
Όταν, για παράδειγμα, οι ανάγκες των παιδιών προλαμβάνονται από τους γονείς, το κίνητρο της επικοινωνίας αποδυναμώνεται (π.χ. δίνοντας νερό πριν διψάσει, φαγητό πριν πεινάσει κ.τ.λ.). Γιατί ένα παιδί να επικοινωνήσει όταν όλες του οι επιθυμίες ικανοποιούνται πριν καν τις διεκδικήσει;
Αυτό που ως γονείς οφείλουμε να κάνουμε είναι να δημιουργούμε συνεχώς ευκαιρίες – αφορμές για φυσική, αβίαστη επικοινωνία!
Για παράδειγμα: εάν κρατάμε ένα μπισκότο και το δείχνουμε στο παιδί, η ομιλία περιττεύει, καθώς το ‘αντικείμενο του πόθου’ είναι εμφανές και στους δύο (γονιός-παιδί). Όσο και να ζητάμε να πει τότε την λέξη, το παιδί δεν αισθάνεται την ανάγκη να το κάνει. Ακόμη και αν το θέσουμε ως προϋπόθεση για να του δώσουμε το μπισκότο, το πιθανότερο είναι να μην ανταποκριθεί το παιδί σε μια τέτοια ‘τεχνητή’, περίεργη μορφή επικοινωνίας. Εάν, ωστόσο, ‘ξεχάσουμε’ να δώσουμε το μπισκότο την ώρα που συνήθως το δίνουμε … έχουμε δημιουργήσει μια άριστη ευκαιρία για επικοινωνία. Εάν πάλι προσφέρουμε δύο επιλογές (π.χ. ‘μπισκότο’ ή ‘καραμέλα’) ζητώντας από το παιδί να αποφασίσει τι θα ήθελε να έχει, αφενός μεν, εμπλουτίζουμε το λεξιλόγιο του παιδιού, ενώ αφετέρου, του παρέχουμε κίνητρο να εκφραστεί με λόγο, καθώς συμμετέχει σε μια επικοινωνία που εξελίσσεται φυσικά και αβίαστα. Έτσι δημιουργούμε πολύτιμες ευκαιρίες επικοινωνίας.
Σε ένα πρώτο στάδιο αναμένουμε ότι το παιδί θα ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα που του δίνουμε, χρησιμοποιώντας το βλέμμα ή τη δείξη ως απάντηση. Οφείλουμε όμως να το ωθήσουμε να ανακαλύψει τον ευκολότερο τρόπο να επιλέγει αυτό που επιθυμεί: την ομιλία. Εάν το παιδί λέει μόνο μία με δύο λέξεις (πχ. νερό, γάλα), χρησιμοποιούμε έστω αυτές και μόνο τις λέξεις προκειμένου να του δημιουργήσουμε επιλογές (‘θέλεις νερό ή γάλα;’). Επιλέγοντας να εκφράσει με λόγο την επιθυμία του το παιδί διαπιστώνει ότι μπορεί να την ικανοποιήσει, και έτσι, αντί να χαλά τον κόσμο από τις φωνές για να αποκτήσει κάτι, αρχίζει να αναζητά τη λέξη για να διεκδικήσει αυτό που θέλει.
Πιέζοντας να μιλήσει ένα παιδί που δεν μιλά, τού προκαλούμε μεγαλύτερη άρνηση για την ομιλία. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται το άγχος, την ένταση και την ανυπομονησία στο βλέμμα και τη γενικότερη στάση και έκφραση του γονιού. Καταλύεται έτσι κάθε ευχαρίστηση, καθώς η επικοινωνία παύει να είναι χαλαρή και αβίαστη… Χάνεται το κίνητρο! Αντί να εστιάζουμε αποκλειστικά στην έκφραση, οφείλουμε να προάγουμε την κατανόηση και την επικοινωνία στο παιδί. Χρησιμοποιούμε ευχάριστες δραστηριότητες και παιχνίδι που να απολαμβάνουμε και εμείς και το παιδί. Το παιδί θα μιλήσει, όταν αυτό είναι έτοιμο και μόνο τότε. Εμείς οφείλουμε απλά να του δημιουργήσουμε τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις ώστε αυτό να συμβεί χωρίς να χαθεί πολύτιμος για τη γλωσσική του ανάπτυξη χρόνος.
Πηγή: Κέντρο Λόγου ΕΥ ΛΕΓΕΙΝ