Η Ανθρώπινη Χοριακή Γονιδοτροπίνη (Human Chorionic Gonadotropin – hcg) είναι η ορμόνη, η οποία παράγεται στο σώμα της γυναίκας κατά τη διάρκεια της κύησης. Αυτή είναι η ορμόνη, που ανιχνεύουμε στα ούρα ή στο αίμα της γυναίκας και επιβεβαιώνουμε την εγκυμοσύνη.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η χοριακή γονιδοτροπίνη παράγεται από τον τμήμα εκείνο του εμβρύου, το οποίο θα εξελιχθεί αργότερα στον πλακούντα. Η ορμόνη αυτή συμβάλλει στη διατήρηση της εγκυμοσύνης, υποστηρίζοντάς τη κατά τις πρώτες κρίσιμες εβδομάδες, οπότε και το κύημα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ευαισθησία.
Το μόριο της ορμόνης αυτής αποτελείται από διάφορα μέρη, τα οποία ονομάζονται υπομονάδες (subunits). Με τα εργαστηριακά tests εμείς ανιχνεύουμε την ονομαζόμενη β υπομονάδα της χοριακής γονιδοτροπίνης. Για το λόγο αυτό ο ιατρός χρησιμοποιεί την έκφραση «μέτρηση της β-χοριακής», όταν θέλει να παραγγείλει την εξέταση, με την οποία ανιχνεύεται η εγκυμοσύνη.
Η β-χοριακή ανιχνεύεται τόσο στα ούρα, όσο και στο αίμα. Σε γενικές γραμμές η εξέταση αίματος είναι πιο ευαίσθητη και μπορεί να την εντοπίσει στο αίμα ήδη μετά το πέρας 24 με 26 ημερών από την πρώτη ημέρα της τελευταίας περιόδου. Αντίθετα τα tests εγκυμοσύνης, τα οποία πωλούνται στα φαρμακεία, μπορούν να εντοπίσουν τη β-χοριακή μετά το πέρας 28 ημερών από την πρώτη ημέρα της τελευταίας περιόδου.
Όταν χρησιμοποιούνται τα tests κύησης του εμπορίου, καλόν είναι η ανίχνευση της β-χοριακής να γίνεται στα πρώτα πρωινά ούρα, διότι τότε η συγκέντρωσή της στα ούρα είναι η μέγιστη.
Τα tests κύησης ούρων είναι εύχρηστα και αξιόπιστα, αλλά καταδεικνύουν μόνον την παρουσία ή την απουσία της β-χοριακής στα ούρα, επομένως το test είναι είτε θετικό είτε αρνητικό, χωρίς να δίνουν πληροφορίες σχετικές με τη συγκέντρωσή της. Τα επίπεδα τις β-χοριακής μετρώνται μόνον με τη σχετική εξέταση αίματος.
Εξαιρετικά σημαντικές πληροφορίες για την πρόοδο της εγκυμοσύνης αντλεί ο μαιευτήρας από τη μεταβολή των επιπέδων της β-χοριακής στο αίμα της εγκύου μέσα σε καθορισμένο χρονικό διάστημα.
Κατά τις πρώτες 6 εβδομάδες της κύησης, οι τιμές των επιπέδων της β-χοριακής στο αίμα της γυναίκας αυξάνονται εκθετικά. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο χρόνος διπλασιασμού των τιμών της β-χοριακής είναι σχετικά σταθερός. Συγκεκριμένα, όταν η κύηση έχει φυσιολογική εξέλιξη, αναμένουμε διπλασιασμό των επιπέδων της β-χοριακής κάθε 2 με 3,5 ημέρες.
Μετά την 6η εβδομάδα της εγκυμοσύνης, όταν και οι τιμές της β-χοριακής κυμαίνονται μεταξύ των 6.000 και 10.000 mIU/mL, ο ρυθμός ανόδου των επιπέδων αυτών γίνεται πιο αργός και ασταθής.
Η τιμές β-χοριακής φθάνουν υπό φυσιολογικές συνθήκες στη μέγιστη τιμή τους των περίπου 100.000 mIU/mL με τη συμπλήρωση 8 με 11 εβδομάδων εγκυμοσύνης και ακολούθως οι τιμές αυτές μειώνονται στις περίπου 10.000 mIU/mL και σε αυτά τα επίπεδα διατηρούνται μέχρι το τέλος της κύησης.
Πέραν της επιβεβαίωσης της ύπαρξης εγκυμοσύνης, οι μεμονωμένες τιμές της β-χοριακής στο αίμα έχουν κλινική αξία και σε ό,τι αφορά τον έλεγχο για το ενδεχόμενο εξωμήτριου κύησης. Αν τα επίπεδα της β-χοριακής είναι κοντά στις 2.000 mIU/mL, κανονικά με διακολπικό υπερηχογράφημα είναι δυνατός ο εντοπισμός αμνιακού σάκου στο εσωτερικό της μήτρας.
Σε περίπτωση που τα επίπεδα της β-χοριακής είναι κοντά στις 2.000 mIU/mL και δεν εντοπίζεται ενδομήτριος σάκος, τότε μπαίνει η υποψία εξωμητρίου κύησης. Η διερεύνηση της πιθανότητας αυτής περιλαμβάνει τη διαδοχική μέτρηση των τιμών της β-χοριακής, οι οποίες στην περίπτωση εξωμητρίου δεν αυξάνονται με ικανοποιητικό ρυθμό ή μένουν σταθερά για περισσότερο από 7 ημέρες.
Η πτώση των επιπέδων της β-χοριακής σε διαδοχικές μετρήσεις κατά τις πρώτες 6 εβδομάδες της εγκυμοσύνης, συνήθως συνδέονται με μη βιώσιμη κύηση.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως οι διαδοχικές μετρήσεις της β-χοριακής, αν θέλουμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της κύησης, συνιστάται να γίνονται από το ίδιο εργαστήριο, διότι μερικές φορές η μεθοδολογίες διαφέρουν από εργαστήριο σε εργαστήριο. Έτσι συχνά οι μετρήσεις των επιπέδων β-χοριακής από διαφορετικά εργαστήρια δεν είναι άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους.
Επίσης τα επίπεδα της β-χοριακής αυξάνονται με την πρόοδο της εγκυμοσύνης, αλλά ο συσχετισμός τους με την ηλικία κύησης δεν είναι απολύτως ακριβής. Για το λόγο αυτό η μέτρηση των τιμών της β-χοριακής δεν είναι αξιόπιστος τρόπος υπολογισμού της ηλικίας της κύησης. Συχνά εξάλλου, αν πρόκειται για δίδυμη κύηση, τα επίπεδα της β-χοριακής είναι υψηλότερα σε σχέση με μία μονήρη κύηση, η οποία βρίσκεται στο ίδιο στάδιο.
Η μέτρηση της β-χοριακής είναι μία πολύ χρήσιμη εξέταση, η οποία δίνει στον μαιευτήρα σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Εντούτοις, όπως άλλωστε συμβαίνει και με κάθε εργαστηριακή εξέταση, οι μετρήσεις αυτές είναι απαραίτητο να συνδέονται με το ιστορικό και την κλινική εξέταση. Έτσι οι διαδοχικές μετρήσεις β-χοριακής συνήθως ζητούνται, αν υπάρχουν κλινικά σημεία ενδεχόμενης αποβολής, όπως είναι η κολπική αιμόρροια, το πυελικό άλγος και το ιστορικό αποβολών πρώτου τριμήνου, ή αν έχει τεθεί η υποψία για εξωμήτριο κύηση.
Η χοριακή γονιδοτροπίνη είναι λοιπόν η ορμόνη της εγκυμοσύνης και παράγεται από τον πλακούντα ήδη από τα πρώτα στάδια της κύησης, από τη μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα της εγκύου μπορούν, σε συνδυασμό με το ιστορικό της γυναίκας και την εξέτασή της από το μαιευτήρα, να προκύψουν χρήσιμες κλινικές πληροφορίες για την πρόοδο της κύησης.
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας